Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2008

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΤΟΝΑ


Αεροδρόμιο. Θεσσαλονίκη. Σάββατο. Ώρα 6 το απόγευμα. Περιμένουμε με τη γυναίκα μου το αεροπλάνο για την Αθήνα. Στην ουρά, για την αναχώρηση, κόσμος πολύς. Μπροστά μας, μια νόστιμη κοπελίτσα 27-28 ετών, κόρη Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ντύσελντορφ, γνωρίστηκε και παντρεύτηκε εκεί με Έλληνα, γιο μεταναστών επίσης. Έχουν ένα αγοράκι ηλικίας 7 ετών. «Είμαι καλά με τον άντρα μου», μας λέει. «Έρωτας. Φανταστείτε ότι το παιδί μας είναι αρρωστούλι και μου είπε ο άντρας μου να προσέχει το παιδί εκείνος, για να πάω εγώ στην Αθήνα, να δω το σόου της Μαντόνας. Ο ίδιος, μάλιστα, φρόντισε να μου εξασφαλίσει και ακριβό εισιτήριο για το Στάδιο. Τρελαίνομαι, ξέρετε, για τη Μαντόνα! Είναι μοναδική ευκαιρία να τη δω και στον τόπο μου. Την έχω δει, με τον άντρα μου, άλλες δυο φορές, στο Μόναχο και την Φρανκφούρτη. Είναι καταπληκτική καλλιτέχνις. Πραγματικό φαινόμενο, όπως τη λένε». Ακούμε, χωρίς σχόλια. Η κοπελίτσα συνεχίζει: «Ξέρετε πόσος κόσμος από τη Βόρεια Ελλάδα έχει κατεβεί στο ΟΑΚΑ γι΄ απόψε; Χιλιάδες άνθρωποι! Μια φίλη μου έχει κατασκηνώσει, από το πρωί, έξω από το Στάδιο, για να μπουκάρει, μόλις ανοίξουν οι πόρτες. Κι εγώ, αυτή τη στιγμή, που σας μιλάω, τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί η πτήση να έχει καθυστέρηση και να μην προφτάσω να είμαι στην ώρα μου για την παράσταση...». Δεν ξέρω κανένα τραγούδι της Μαντόνας, μολονότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει πλημμυρίσει από... Μαντόνες, επειδή έτσι το θέλησαν, υποπτεύομαι, οι εταιρείες δίσκων. Η γενιά μου άκουγε τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Μπιθικώτση, της νεαρής Μοσχολιού και του Καζαντζίδη. Κι από ξένα, τίποτα Μπιτλς, τίποτα Μπαέζ, τίποτα Ντίλαν και πιο πριν Φρανκ Σινάτρα. Αλλά «η ζωή μας», επαναλαμβάνω, τα μεγάλα ελληνικά τραγούδια της δεκαετίας του ΄60, ζεϊμπέκικα και χασάπικα. Η Μαντόνα, όμως, όσο κι αν εμένα δεν μ΄ ενδιαφέρει, είναι μια καλλιτέχνις που ξετρελαίνει τη νεολαία. Άρα, δικαίως, κρατάει τα σκήπτρα, παγκοσμίως, στην ποπ. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Η γυναίκα, στα 50 της, μοιάζει με ηφαίστειο. Καίει τη σκηνή όπου εμφανίζεται. Και τα «παίρνει χοντρά», γιατί ξέρει να πουλάει, όσο καμιά άλλη, τα προσόντα της. Είναι προκλητική, χωρίς νά ΄ναι όμορφη, έχει φοβερή επιθετικότητα, «τα χώνει» συχνά στον ΜακΚέιν, βγάζει τη γλώσσα στους πάντες χωρίς να φοβάται. Στην Αθήνα, το σόου της προκάλεσε σεισμό. Αλλά, φαίνεται, δεν ενθουσίασε, γιατί δεν είχε ούτε μια πρέζα συναίσθημα, όπως διαβάζω. Δεν πειράζει. Κέρδος είναι να έρχονται και στην Ελλάδα καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς. Όλοι θα θυμούνται το πέρασμά της αποδώ. Μου άρεσε πολύ μια δήλωση του Πέτρου Τατσόπουλου: «... Νομίζω ότι η Μαντόνα θα γέμιζε το Ολυμπιακό Στάδιο ακόμη κι αν ανακοίνωνε ότι ένας οδυνηρός συνδυασμός λουμπάγκο και φαρυγγίτιδας την υποχρεώνει να εμφανιστεί μουγκή και καθηλωμένη. Οι πιστοί θα προσέλθουν στο Μαρούσι όπως προσέρχονται και στην Τήνο. Στο κάτω κάτω προσκυνούν δυο συνονόματες».

Δεν υπάρχουν σχόλια: